πέσιμο — το / πέσιμον, ΝΜ πτώση νεοελλ. (για οικον. αξίες) μείωση, ελάττωση («το πέσιμο τών μετοχών αναστάτωσε το χρηματιστήριο») μσν. (για στρατεύματα) συγκέντρωση, συρροή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. έ πεσ α τού πέφτω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] … Dictionary of Greek
πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… … Dictionary of Greek
-ιμο — κατάλ. αφηρ. ουδ. ουσ. που δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια ή και το αποτέλεσμά της. Πρόκειται για την αρχ. κατάλ. ιμον, ουδ. τής ιμος (πρβλ. εδώδ ιμος, σκόπ ιμος, τρόφ ιμος). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται με τις επαυξημένες μορφές σιμο,… … Dictionary of Greek
άλμα — Αθλητικό αγώνισμα το οποίο διαιρείται σε τέσσερις ειδικότητες: ά. εις ύψος, ά. επί κοντώ, ά. εις μήκος, ά. τριπλούν. Στο ά. εις ύψος, ο αθλητής πρέπει να υπερπηδήσει έναν οριζόντιο πήχη που έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο καθέτων δοκών· μπορεί να… … Dictionary of Greek
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
έμπτωσις — ἔμπτωσις, η (Α) 1. η πτώση, το πέσιμο μέσα σε κάτι 2. (με εχθρ. σημ.) πτώση πάνω σε κάποιον, επίθεση, πίεση 3. ξαφνική πτώση, είσοδος, σύγκρουση, συμπίεση 4. κλίση, ροπή 5. (για εξάρθρωση) ανάταξη 6. (ειδ.) η ετήσια πλημμύρα τού ποταμού Νείλου … Dictionary of Greek
ανασφάλλω — ἀνασφάλλω (Α) (αμτβ.) 1. σηκώνομαι μετά από πέσιμο 2. συνέρχομαι από αρρώστια, αναλαμβάνω … Dictionary of Greek
γκρέμισμα — και γκρέμνισμα, το 1. ρίξιμο ή πέσιμο από γκρεμό 2. κατεδάφιση 3. ανατροπή, κατάλυση 4. πληθ. τα γκρεμίσματα ερείπια, χαλάσματα, συντρίμμια … Dictionary of Greek
γκρεμνισμός — ο [κρημνισμός] 1. πέσιμο από ψηλά, γκρέμισμα 2. καταστροφή, αφανισμός … Dictionary of Greek
γκρεμνοβόλημα — και γκρεμοβόλισμα, το σπρώξιμο προς γκρεμό και πέσιμο από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γκρεμνοβόλημα < γκρεμνοβολώ και η λ. γκρεμνοβόλισμα < γκρεμνοβολίζω] … Dictionary of Greek